μεγαλοβόος

μεγαλοβόος
μεγᾰλο-βόος, ον,
A gloss on ἠερίβοια, Eust.562.40.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλόβοος — μεγαλόβοος, ον (Μ) αυτός που έχει δυνατή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βοος (< βοή), πρβλ. πολύ βοος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοβοώ — μεγαλοβοῶ, άω (Μ) [μεγαλόβοος] φωνάζω δυνατά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”